γλουταμίνη

γλουταμίνη
Αμινοξύ με χημικό τύπο (NH2)COCH2CH2CH (NH2)COOH. Αποτελεί τροποποιημένη μορφή του γλουταμινικού οξέος, από το οποίο προκύπτει με τη δράση του ενζύμου συνθετάση της γλουταμίνης. Ο διεθνής συμβολισμός της είναι Gln ή Q στον κώδικα του ενός γράμματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προλαμίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι προλαμίνες ομάδα απλών πρωτεϊνών φυτικής προέλευσης, με μεγάλη περιεκτικότητα σε προλίνη και σε γλουταμίνη, οι οποίες εμπεριέχονται στα σπέρματα τών αγρωστωδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prolamin < proline (βλ …   Dictionary of Greek

  • φαινυλακετυλογλουταμίνη — η, Ν (βιοχ.) ακυλαμινοξύ, ακυλιωμένο παράγωγο τού αμινοξέος γλουταμίνη, που συντίθεται στον ανθρώπινο οργανισμό για να διευκολύνει την απέκκριση με τα ούρα τής δυσδιάλυτης και λιπόφιλης ουσίας φαινυλοξικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

  • βαζοπρεσίνη — Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”