προλαμίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι προλαμίνες ομάδα απλών πρωτεϊνών φυτικής προέλευσης, με μεγάλη περιεκτικότητα σε προλίνη και σε γλουταμίνη, οι οποίες εμπεριέχονται στα σπέρματα τών αγρωστωδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prolamin < proline (βλ … Dictionary of Greek
φαινυλακετυλογλουταμίνη — η, Ν (βιοχ.) ακυλαμινοξύ, ακυλιωμένο παράγωγο τού αμινοξέος γλουταμίνη, που συντίθεται στον ανθρώπινο οργανισμό για να διευκολύνει την απέκκριση με τα ούρα τής δυσδιάλυτης και λιπόφιλης ουσίας φαινυλοξικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… … Dictionary of Greek
αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… … Dictionary of Greek
βαζοπρεσίνη — Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων … Dictionary of Greek